- χαλκίτης
- και χαλκείτης, -ου, ὁ, Α1. ορυκτή στυπτηρία2. (στον τ. χαλκείτης) χαλκεύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ίτης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκίτης — χαλκί̱της , χαλκίτης masc nom sg χαλκί̱της , χαλκῖτις containing copper fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκῖται — χαλκίτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Христос Халки — Спас Златые власы, Ярославль, 1 я четверть XIII века, сейчас в Успенском соборе Московского Кремля[1 … Википедия
Chalke — For other uses, see Chalke (disambiguation). Map of the ceremonial and administrative heart of Constantinople, showing the Chalke Gate in the right centre The Chalke Gate (Greek: Χαλκῆ Πύλη), was the main ceremonial entrance (vestibule) to the … Wikipedia
νατροχαλκίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο βασικό θειικό ορυκτό τού χαλκού και τού νατρίου με σμαραγδοπράσινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ., πρβλ. αγγλ. natrochalcite < natron + χαλκίτης (< χαλκός)] … Dictionary of Greek
χαλκείτης — ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. χαλκίτης … Dictionary of Greek
χαλκιτάριον — τὸ, Α χαλκούχο ορυκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκίτης / χαλκῖτις + κατάλ. άριον (< λατ. κατάλ. arium)] … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
χαλκίτην — χαλκί̱την , χαλκίτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκίτου — χαλκί̱του , χαλκίτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)